- ωγή
- ἡ, Α1. (κατά τον Ησύχ.) α) «κώμη»β) «φάλαγγος τὸ ἔσχατον καὶ τὸ ἄκρον»2. (κατά το λεξ. Σούδα) «διάφραξις».[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λακων. ὠβά*, με αντιπροσώπευση τού -F- ως -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… … Dictionary of Greek